- φιλοθηρώ
- -έω, Α [φιλόθηρος]1. είμαι φιλόθηρος, μού αρέσει το κυνήγι2. μτφ. επιδιώκω επίμονα να αποκτήσω κάτι («διάκενον δόξαν φιλοθηρεῑν», Κύριλλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοθήρῳ — φιλόθηρος fond of hunting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)